Αντιγόνη Μοδέστου
Η Αντιγόνη Μοδέστου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκωσία.
Σπούδασε λογιστικά και διοίκηση επιχειρήσεων στο Λονδίνο. Είναι εγκεκριμένος λογιστής/ελεγκτής και έχει μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της από τον οίκο Coopers & Lybrand και υπήρξε Εσωτερικός Ελεγκτής της Cyta (Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου), Διευθύντρια Οικονομικών και Ανώτερη Διευθύντρια Χρηματοοικονομικών και Διοίκησης της Cyta. Έχει δώσει διαλέξεις για θέματα επανασχεδιασμού δραστηριοτήτων, τιμολόγησης και διοικητικής πληροφόρησης τηλεπικοινωνιακών οργανισμών σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στον Καναδά.
Τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την τέχνη και τον πολιτισμό. Ασχολείται από τα νεανικά της χρόνια με το πιάνο, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Επιδόθηκε στη ζωγραφική επί σειρά ετών και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Την κέρδισε η λογοτεχνία στην οποία επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία. Εξέδωσε τέσσερα μυθιστορήματα, που αγαπήθηκαν πολύ από τους αναγνώστες και έτυχαν αριθμού διακρίσεων και βραβεύσεων: «Ζήτημα ζωής και θανάτου» Εκδόσεις Χρ Ανδρέου Λευκωσία 1999, σελ 200, «Θέλω να ζήσω μαζί σου» Εκδόσεις Διηνεκές, Αθήνα 2005, σελ 250 «Το κόστος της ζωής» Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ 428 και «Απαράμιλλη Δύναμη» Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2017 σελ 407. Το μυθιστόρημα «Το κόστος της ζωής» απέσπασε Grand Prix στον διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό CONCOURS LITTERAIRE APPEL, της Γαλλίας το 2014. Το τελευταίο μυθιστόρημα της Αντιγόνης Μοδέστου, «Απαράμιλλη Δύναμη» απέσπασε έπαινο στον 33ο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και Grand Prix στον διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό CONCOURS LITTERAIRE APPEL, της Γαλλίας το 2018.
Η Αντιγόνη είναι δραστήριο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών – Κύπρου επί σειρά ετών, και τα τελευταία έτη υπηρετεί την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου από τη θέση του Αντιπροέδρου. Επίσης υπηρετεί τον πολιτισμό και από την θέση του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεάτρου Ένα.
Εργογραφία:
- Απαράμιλλη Δύναμη, μυθιστόρημα, 407 σελ, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2017.
- Το κόστος της ζωής, μυθιστόρημα, 428 σελ., Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010
- Θέλω να ζήσω μαζί σου, μυθιστόρημα, 250 σελ., Εκδόσεις Διηνεκές, Αθήνα 2005
- Ζήτημα ζωής και θανάτου, μυθιστόρημα, 200 σελ., Εκδόσεις Χρ Ανδρέου, Λευκωσία, 1999
Απαράμιλλη Δύναμη, μυθιστόρημα, 407 σελ, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2017.
Απόσπασμα 1
Ο Τζο έμαθε στη ζωή του να αντέχει τα όσα πλήγματα από τους εχθρούς του πάνω και κάτω από τη μέση· να αντιπαρέρχεται την κακόπιστη κριτική των ζηλόφθονων· να αμφισβητεί και να καταπολεμά την κάλπικη εξουσία των δολοπλόκων και των καρεκλοκένταυρων· να χλευάζει την καταπίεση των όσων κέρδισαν τη δόξα και τη δύναμη χωρίς να την αξίζουν, έρποντας και γλείφοντας. Μόνο μια δύναμη μπορούσε να τον πλήξει: Η έλλειψη εμπιστοσύνης και εκτίμησης από εκείνους που είχαν κερδίσει το σεβασμό και την αγάπη του. Περίμενε την ετυμηγορία της Γιούλης με γουρλωμένα μάτια. Η ανάσα του είχε σταματήσει, όπως ακριβώς και η καρδιά του. Πέρασαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Μα η αγωνία της δικής της καταδίκης τα έκανε πολύ πιο οδυνηρά ακόμα και από τα χτυπήματα στο κορμί του.
― Εσύ… εσύ ποτέ δεν θα έκανες κάτι τέτοιο, του σιγομίλησε εκείνη χαϊδεύοντας το χλομό πρόσωπο, το μωλωπισμένο στήθος που τώρα ανεβοκατέβαινε σε ένα τρελό καρδιοχτύπι.
Το πίστευε ειλικρινά. Ο Τζο το έβλεπε στη λατρεία που καθρεφτιζόταν στα μάτια της. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος. Της φίλησε τα χέρια μ’ ευγνωμοσύνη… έπειτα ξαναπήρε τα χείλη της στα δικά του. Δεν χόρταινε την αγάπη της, την ζεστασιά της ύπαρξής της, τη χωρίς όρους παράδοσή της. Τα κορμιά τους είχαν εξανεμίσει τη λογική. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήρε στο κρεβάτι. Της έκανε έρωτα για πρώτη φορά, με απερίγραπτο πάθος, με τον καταπιεσμένο πόθο τόσων χρόνων, με τη βαθιά αγάπη που ωρίμασε στην ψυχή του για κείνη την πολύτιμη σύντροφο, φίλη, αγαπημένη. Κι έπειτα, όταν το πρώτο πάθος εκτονώθηκε, της έκανε έρωτα και πάλι απ’ την αρχή, ξανά και ξανά, ρουφώντας αχόρταγα τη λατρεία που εξέπεμπε το κορμί της για κείνον. Ώρες μετά την κρατούσε ακόμα σφικτά στην αγκαλιά του λες και ένιωθε πως κάποιος θα του την άρπαζε. Οι μυς του βρίσκονταν σε ανήσυχη ακινησία. Το πρόσωπό του μαρμαρωμένο. Μόνο τα μάτια, οι καθρέφτες της ψυχής, που επίμονα κρατούσε καρφωμένα στο ταβάνι, μαρτυρούσαν την αναστάτωσή του. Η Γιούλη παρατηρούσε με λατρεία τα αρρενωπά χαρακτηριστικά του, την κάθε μικρή λεπτομέρεια του προσώπου του. Αυτός ήταν ο άνθρωπός της. Θα στεκόταν στο πλάι του, θα του κρατούσε το χέρι, θα ήταν συμμέτοχη σε όποιον αγώνα κι αν έπρεπε να δώσει.
― Υπάρχει κάτι που πρέπει να δεις, της είπε ξαφνικά και σηκώθηκε.
Τον ακολούθησε στο σαλόνι. Ο Τζο άνοιξε ένα μεγάλο ερμάρι στη βιβλιοθήκη όπου υπήρχε μια ατέλειωτη σειρά από DVDs, σε ομοιόμορφα γκρίζα κουτιά με μόνη ένδειξη μια παράξενη αρίθμηση που δεν έκανε κανένα νόημα: 1μ, 1μ…2μ, 2μ…, 3μ, 3μ…1ε, 1ε… 12ε, 12ε….
― Αυτή η υπόθεση δεν έχει τελειώσει. Αυτά, δεν πρέπει να πέσουν σε κανενός τα χέρια. Σε παρακαλώ να τα πάρεις στο σπίτι σου και να τα κρύψεις όσο καλύτερα μπορείς.
― ΟΚ αγάπη μου, ότι πεις, του είπε παρατηρώντας την αναστάτωση που εκείνος δεν προσπάθησε να κρύψει.
Ο Τζο πήρε το τελευταίο κουτί στη σειρά με ένδειξη 12ε και έβαλε το DVD στην τηλεόραση. Χαρούμενες παιδικές φωνές από την αυλή ενός σχολείου γέμισαν το σαλόνι. Παιδιά έτρεχαν και έπαιζαν. Το χαρούμενο πρόσωπο ενός πανέμορφου δωδεκάχρονου με καστανά μαλλιά και μεγάλα χρυσο-πράσινα μάτια, του ίδιου δωδεκάχρονου που η Γιούλη είχε δει στον όμιλο αντισφαίρισης, γέμιζε συχνά πυκνά το πρώτο πλάνο. Κοντά είκοσι λεπτά μετά, μια λιμουζίνα σταμάτησε στην έξοδο του σχολείου, κόρναρε, ο μικρός σταμάτησε απότομα το παιχνίδι και χάθηκε πίσω από τα σκούρα της γυαλιά. Η οθόνη μαύρισε. Η ματιά του Τζο σκοτείνιασε. Το απροσδιόριστο χαμόγελο στο πρόσωπό του, χάθηκε κι αυτό.
Η Γιούλη είχε παγώσει. Έτρεμε ολόκληρη. Ο Τζο σηκώθηκε και άναψε το τζάκι. Κάθισε δίπλα της και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Η Γιούλη δεν ήξερε τι να περιμένει. Σιωπηλά προσευχόταν στην Παναγιά. Προσευχόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Εκείνος την κοίταξε πληγωμένος, απογοητευμένος.
― Αμφιβάλλεις; Ακόμα και εσύ… την απορία ακολούθησε η βαθιά απογοήτευση, η φωνή του έσπασε, τα μάτια του βούρκωσαν.
Η Γιούλη έπεσε στα γόνατα μπροστά στα πόδια του.
― Αγάπη μου, συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ με! φώναξε μετανιωμένη. Μα ήταν αργά.
Άπλωσε το χέρι της να τον χαϊδέψει. Ο Τζο το απώθησε άγρια και σηκώθηκε τόσο απότομα που παραλίγο να την ρίξει στο πάτωμα. Η Γιούλη έσκυψε το κεφάλι. Ήταν μονάχα μια στιγμή αδυναμίας· μια στιγμή αμφιβολίας. Μα ήταν αρκετή. Τον είχε προδώσει. Δάγκωσε τα χείλη της καθώς ένιωσε βαθιά στην καρδιά πόσο είχε μόλις μαχαιρώσει τη δική του. Ο Τζο έβαλε ένα διπλό ουίσκι και στάθηκε μπροστά στην μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη στη Γιούλη, ακίνητος, με τα πόδια ανοιχτά, ακουμπώντας σχεδόν στο παγωμένο τζάμι. Έπειτα, απότομα, γύρισε προς το μέρος της. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, παγερό, η φωνή του ψυχρή, οι προτάσεις κοφτές, τα μάτια ακίνητα.
― Ήρθα για ένα σκοπό. Θα έκανα τα πάντα για να τον πετύχω.
Η Γιούλη τρόμαξε στη θωριά του. «Θα έκανα τα πάντα για να τον πετύχω» αντηχούσαν οι λέξεις στο μυαλό της γεννώντας αμέτρητες προεκτάσεις και τρομακτικές επαναλήψεις σαν κοτρώνες σε θολά νερά σκοτεινής λίμνης.
Τα μάτια της Γιούλης βούρκωσαν.
― Φύγε! της είπε απότομα.
― Αυτό μόνο έχεις να πεις;
― Ήμουν πάντοτε πολύ προσεχτικός. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Απόψε… απόψε ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου… Τέλος. Φύγε, τώρα!
Ήταν τόσο ψυχρός, τόσο συγκροτημένος, που ήθελε να τον χτυπήσει, να τον ταρακουνήσει, να του βγάλει τη μάσκα, να δει τι κρυβόταν από πίσω. Μήπως θα έβρισκε κάτι ακόμα πιο αποκρουστικό; Πού ήταν ο άνθρωπος που τρανταζόταν από έρωτα μες την αγκαλιά της λίγα μονάχα λεπτά πριν;
― Για μένα λοιπόν τι; Γλίστρησαν οι λέξεις, μα η λέξη αγάπη πλακώθηκε από τον πόνο, δεν πρόλαβε να βγει.
Εκείνος ξαναγύρισε προς το μπαλκόνι. Η Γιούλη διάβασε την απόρριψη στη γυρισμένη του πλάτη και στο μυαλό της έβραζαν τα ανελέητα γιατί.
― Γιατί απόψε; Τόσο καιρό με απέφευγες. Τι ήταν για σένα η αποψινή βραδιά Τζο; Μια εύκολη εκτόνωση; Πες μου! Τι ήταν; Ανάγκη; Πόθος; Εκδίκηση;
Ο Τζο έσκυψε το κεφάλι.
― Αν έχεις τα κότσια πες μου επιτέλους την αλήθεια! Τι ήταν η αποψινή νύχτα για σένα Τζο;
― Ένα λάθος… λάθος! η φωνή βγήκε τραχιά μέσα από το ανταριασμένο του στήθος.
Άνοιξε απότομα και βγήκε στη βεράντα σπρώχνοντας πίσω του βίαια την μπαλκονόπορτα. Η θερμοκρασία ήταν κοντά στους μηδέν βαθμούς. Ο Τζο φορούσε μονάχα ένα λεπτό παντελόνι πιτζάμας. Καιγόταν. Κρύφτηκε μακριά από το τζάμι. Εκείνη, δεν έπρεπε να τον δει· δεν έπρεπε να τον ακούσει. Έσκυψε βαθιά σφίγγοντας με τα μπράτσα το στομάχι του που τρανταζόταν, έπνιξε το κλάμα στο διπλωμένο του κορμί.
Μόνο όταν άκουσε την εξώθυρα να κλείνει άφησε το κορμί του να γλιστρήσει στο έδαφος και τους λυγμούς να ξεφύγουν από το λαρύγγι του. Ο σκληροτράχηλος Τζο, ο άντρας που δε λύγισε μέσα σε διασταυρούμενα πυρά στα πεδία των μαχών, ο επιχειρηματίας που έστησε μιαν αυτοκρατορία από το μηδέν, ήταν πεσμένος, γυμνός, τσακισμένος, μες στην παγωμένη νύχτα και μούγκριζε σαν λαβωμένος λύκος.
Απόσπασμα 2
Η Κατερίνα κοίταξε το ρολόι της. Δεν ήταν πια μεσημέρι, ούτε απογευματάκι. Κόντευε πέντε. Τον κοίταξε. Την ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα όλη μέρα, θεονήστικος. Αντίθετα, ήταν «χαλαρός, φιλικός… γοητευτικός» παραδέχτηκε στον εαυτό της.
― Ευχαριστώ για τη βοήθειά σου, του είπε με ειλικρίνεια.
― Δεν κάνει τίποτα. Καλά πέρασα.
Κατευθύνθηκαν στη μεγάλη στρογγυλή αίθουσα με τα πολυάριθμα μικρά καταστήματα που προσφέρανε κάθε λογής φαγητά. Φυσικά, ο καθένας με το δίσκο του ανά χείρας πήρε διαφορετική κατεύθυνση. Μα όταν επέστρεψαν στο τραπέζι τους, ο Αλέξης είδε το όμορφο γέλιο της Κατερίνας για πρώτη φορά.
― Τι; την ρώτησε ενοχλημένος.
Εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει να γελά. Του έδειξε το δίσκο.
― Για πόσους;
― Δυο μέτρα μπόι, νηστικό από το πρωί… μετρά για τρεις δε νομίζεις;
Γέλασαν μαζί και ο πάγος μεταξύ τους απέκτησε αμέτρητες βαθιές ρωγμές. Μίλησαν για τη συγγένεια της μεσανατολίτικης κουζίνας με την ελληνική, για το πόσο έμοιαζαν οι άνθρωποι σε πολλά, καθημερινά. Ξαφνικά ο χώρος γέμισε με παιδιά του γυμνασίου και λυκείου, που μόλις είχαν σχολάσει. Παρέες-παρέες, αγόρια και κορίτσια, κατευθύνονταν στους μεγάλους καναπέδες χωρατεύοντας μεγαλόφωνα και κάνοντας τρέλες, πέταγαν τις σάκες και… τα αυτόματα όπλα από τους ώμους και κατευθύνονταν στα φαγάδικα. Κάποια απ’ αυτά ήταν τόσο μικροκαμωμένα που δεν τα ’βαζες πάνω από δώδεκα χρονών. Η Κατερίνα τα κοίταζε άναυδη με γουρλωμένα τα μάτια. Έπειτα έσκυψε μπροστά και είπε χαμηλόφωνα στον Αλέξη:
― Αυτά τα νιάνιαρα, αυτά τα ανώριμα, κρατούν τα αυτόματα όπως κρατούν άλλοι της ηλικίας τους τις μπάλες ή τις ρακέτες! Κοίταξε! Κοίταξε πώς τα πετούν!
― Ο θάνατος είναι μέρος της καθημερινής τους ζωής.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του. Ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και αμέσως μετά ακόμα μια. Το κτίριο κι ότι ήταν μέσα σ’ εκείνο σείστηκαν απαντώντας στον εκκωφαντικό ήχο με ένα σωρό θορύβους από τζάμια που συνθλίβονταν, μπουκάλια και άλλα αντικείμενα που έπεφταν από τα ράφια, τσιρίδες των κοριτσιών, κραυγές των ανδρών ασφαλείας. Τα παιδιά έτρεξαν κάτω από τα τραπέζια. Ο Αλέξης ενστικτωδώς έσπρωξε την Κατερίνα πάνω στον καναπέ, αστραπιαία τύλιξε το χέρι γύρω από το κεφάλι της και την προστάτεψε με το κορμί του. Όταν ο κόσμος σταμάτησε να σείεται, εκείνος ανασηκώθηκε και την κοίταξε με αγωνία.
― Είσαι καλά;
Η Κατερίνα με μουδιασμένο μυαλό τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Η αληθινή του φύση είχε φανεί μες απ’ εκείνη την αυθόρμητη αντίδραση· και δεν είχε καμιά σχέση με εκείνη που ο ίδιος επέμενε να παρουσιάζει σ’ όλο τον κόσμο… και στην ίδια.
― Καλά, του χαμογέλασε αχνά.
― Ήταν πολύ κοντά αλλ’ όχι σ’ αυτό το κτήριο, την καθησύχασε.
― Πρέπει να πάω εκεί.
― Τρελάθηκες;
― Είναι η δουλειά μου.
― Μα δεν είσαι πολεμικός ανταποκριτής.
― Ήταν το όνειρό μου. Σου το είπα.
― Αλλιώς είναι να τα βλέπεις στις ειδήσεις.
― Δεν μπορώ να μην πάω.
Ο Αλέξης δίστασε για μια στιγμή μόνο.
― ΟΚ. Μαζί σου.
― Δε χρειάζεται να το κάνεις.
― Το ξέρω.
Άφησαν τα πακέτα στο νοικιασμένο αμάξι και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την κατεύθυνση του καπνού. Όσο πλησίαζαν, οι αισθήσεις τους τεντώνονταν από τις οσμές, το κάψιμο στα μάτια, τον τρόμο που προκαλούσαν οι ήχοι.
Έφτασαν στη σκηνή: Γκρεμισμένα κτίρια. Αγωνιώδεις κραυγές. Οδυρμοί. Βογγητά. Άνθρωποι αλαλιασμένοι. Πληγωμένοι. Ακρωτηριασμένοι. Νεκροί. Προς στιγμής μαρμάρωσαν. Μετά, ο καθένας έδρασε ενστικτωδώς. Η Κατερίνα κατέγραφε μέσα από το φακό της τον πόνο των ανθρώπων, την αγωνία, την απόγνωση μα και την αλληλοβοήθεια, την αρωγή, τη συμπαράσταση. Φωτογράφιζε ασταμάτητα. Αποθανάτιζε τους ανθρώπους που με κίνδυνο της ζωής τους βάλθηκαν να βοηθούν τους πληγωμένους. Τον είδε μέσα από το φακό της. Σταμάτησε απότομα τη φρενιασμένη εναλλαγή θέσεων και εικόνων. Χαμήλωσε την κάμερα και απέμεινε να τον κοιτάζει με θαυμασμό. Ο Αλέξης βρισκόταν σ’ ένα σωρό χαλάσματα και ενώ δούλευε κι ο ίδιος σκληρά κατεύθυνε κάμποσους άντρες που πειθαρχούσαν στις οδηγίες του λες και ήταν στη δούλεψή του. Τους είχε οργανώσει σε δυο ομάδες τις οποίες συντόνιζε και καθοδηγούσε ώστε να δουλεύουν στοχευμένα και αποτελεσματικά. Η Κατερίνα θαύμασε το δυναμισμό του, την αποφασιστικότητά του, την ηγετική του συμπεριφορά. Τσάκωσε τον εαυτό της να παρακολουθεί κάθε μια από τις εκφράσεις του, της συμπόνιας, της συμπάθειας, της ανησυχίας, της αγωνίας, της φρίκης.
― Η φωνή ακούγεται απ’ εδώ, τον άκουσε να φωνάζει σε άπταιστα γαλλικά.
Μετά απ’ εκείνο οι οδηγίες έπεφταν βροχή, οι άντρες επιτάχυναν, οι αγωνιώδεις φωνές τους χρωματίζονταν τώρα από την ελπίδα. Η Κατερίνα ξανασήκωσε την κάμερα στα μάτια και τους πλησίασε.
― Προσοχή! Τώρα προχωράμε πολύ προσεχτικά, τον άκουσε να τους λέει.
Σήκωσαν ακόμα μερικές πέτρες, ξύλα, τούβλα. Η παιδική φωνή ανάμεικτη με κλάμα ακουγόταν τώρα πιο καθαρά. Ο Αλέξης τους έγνεψε να μείνουν πίσω. Τον είδε να προχωρά μπροστά με προσοχή. Έπειτα να ξαπλώνει πάνω στα χαλάσματα και να σέρνεται μέχρι τη μέση σε μια τρύπα που έχασκε μαύρη, απειλητική. Τον άκουσε να μιλά ήρεμα, σταθερά. Όταν σύρθηκε έξω τα μαλλιά, το πρόσωπο και τα ρούχα του ήταν κάτασπρα όπως το χώμα της περιοχής.
― Είναι βαθιά. Πρέπει να κατέβω, είπε αποφασιστικά.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από φόβο. Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί της. Μα δεν τόλμησε να τον αντικόψει. Θα ’ταν μάταιο. Το διάβασε στη ματιά του. Με κομμένη την ανάσα τον είδε να δένει ένα χοντρό σκοινί στη μέση του και να χάνεται στο άνοιγμα ανάμεσα στα χαλάσματα. Μετρούσε τα δευτερόλεπτα με κτύπους της καρδιάς. Κι εκείνος αργούσε να φανεί. Η Κατερίνα πλησίασε στο στόμιο όσο μπορούσε. Η αγωνία της κορυφώθηκε. Σύρθηκε λίγο ακόμα πιο κοντά στην τρύπα, με κίνδυνο να προκαλέσει την κατολίσθηση που τόσο φοβόταν. Τον άκουσε να μιλά απαλά, καθησυχαστικά.
― Αλέξη!
― Ένα παιδί. Είναι χτυπημένο. Φέρε τους τραυματιοφορείς, της φώναξε.
Η Κατερίνα έτρεξε με την ψυχή στο στόμα. Μα η σκέψη της έμεινε πίσω. Στους ανθρώπους που ήταν κάτω από τα ερείπια· στο πληγωμένο παιδί και στον Αλέξη που κινδύνευαν να καταπλακωθούν στα χαλάσματα του μισογκρεμισμένου σπιτιού που μπορούσε να υποχωρήσει ανά πάσα στιγμή.
Έτρεξε στο πλησιέστερο ασθενοφόρο. Ήταν έτοιμο να φύγει.
― Ένα παιδί, εκεί, ένα παιδί, τους φώναξε. Την αγνόησαν. Έτρεχαν να προλάβουν μη φύγουν οι ψυχές που είχαν ήδη μαζέψει.
Αλαλιασμένη, σαν τρελή, έτρεχε δεξιά-αριστερά ψάχνοντας βοήθεια. Και τα κατάφερε. Όταν εκείνη επιτέλους επέστρεφε με τους τραυματιοφορείς, ο Αλέξης είχε ήδη βγάλει το καταματωμένο παιδί στην επιφάνεια και ήταν σκυμμένος από πάνω του με αγωνία. Τον παρακολούθησε καθώς δούλευε προσεχτικά με τους νοσοκόμους για να ετοιμάσουν το αγόρι για μεταφορά· με έκπληξη τον είδε να σκαρφαλώνει στο ασθενοφόρο χωρίς δεύτερη σκέψη. Τον ακολούθησε. Η κατάσταση ήταν επικίνδυνη έως απελπιστική. Ο νεαρός γιατρός τους το έγνεψε με τα μάτια. Στη ματιά του Αλέξη ξεχείλιζε η απόγνωση. Η Κατερίνα του έσφιξε το χέρι κι έπειτα έσκυψε πάνω από το δεκάχρονο αγόρι που βογκούσε. Ανάμεσα στους λυγμούς του, τα βογκητά από τον πόνο και τα ακατάληπτα που έλεγε στη γλώσσα του, η Κατερίνα κατάλαβε.
― Τους γονείς του… αυτούς γυρεύει, είπε κοιτάζοντας τον Αλέξη στα μάτια.
― Δυστυχώς, της απάντησε εκείνος.
― Είσαι σίγουρος;
― Τους είδα.
― Το καημένο…
Η Κατερίνα αφοσιώθηκε στο παιδί. Του γλυκομιλούσε και το χάιδευε. Ο Αλέξης τσάκωσε τον εαυτό του να κρέμεται κι εκείνος, μαζί με το παιδί, από τη γλυκύτητα της ματιάς της, τη σταθερότητα της παρουσίας της, τον καθησυχαστικό τόνο της φωνής της. Συνόδεψαν το παιδί μέχρι το χειρουργικό τμήμα του πλησιέστερου νοσοκομείου. Ήταν υπερπλήρες. Δεν μπορούσαν να τον δεχτούν. Ο Αλέξης αγρίεψε. Τους παρέπεμψαν στο γυναικολογικό. Μετέφεραν στο χειρουργό γυναικολόγο ότι τους είχε πει ο γιατρός στο ασθενοφόρο πριν τους αφήσει για να επιστρέψει στη σκηνή της καταστροφής. Είδαν το παιδί να τους κοιτάζει στα μάτια με αγωνία καθώς το απομάκρυναν. Η ματιά του έγραψε ανεξίτηλα στις ψυχές τους. Η Κατερίνα ακούμπησε στον τοίχο κι έκλεισε τα μάτια. Ο Αλέξης παρατήρησε πόσο χλομή και εξαντλημένη φαινόταν. Την πλησίασε.
― Κατερίνα, της σιγομίλησε.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια, τον κοίταξε μια στιγμή μονάχα και ήξερε. Ήξερε πως κανένας από τους δυο δεν θα ήταν ο ίδιος ποτέ πια. Έπεσε στην αγκαλιά του κι έκλαψε, έκλαψε με λυγμούς μέχρι να ξαλαφρώσει. Πέρασαν κοντά πέντε ώρες όταν άνοιξε η πόρτα του χειρουργείου και βγήκε κάθιδρος ο γιατρός. Οι δυο καθόντουσαν αμίλητοι, με τα κεφάλια να στηρίζονται στον τοίχο και τις ματιές μακριά, εκεί που ταξίδευε ο λογισμός τους. Πετάχτηκαν σαν ελατήρια.
― Γονείς του;
― Όχι, οι άνθρωποι που τον φέραμε. Πώς είναι; ρώτησε ο Αλέξης.
― Θα ζήσει.
― Δόξα σοι ο Θεός, είπε η Κατερίνα.
Ο γιατρός παρατηρούσε τον Αλέξη.
― Ξένοι;
― Έλληνες. Αλέξανδρος Καραμιχάλης, είπε κι άπλωσε το χέρι.
Ο γιατρός τον κοίταζε εμβρόντητος.
― Αυτό το όνομα… Όταν σας είδα… ήξερα πως κάποιον μου θυμίζατε. Αλλά, αυτό το όνομα, πώς να μην το θυμάμαι! Μια κοπέλα, Καραμιχάλη… Φωτεινή, τι σας είναι;
― Μητέρα μου!
― Ωω!
Ο γιατρός έκλεισε συγκινημένος τον Αλέξη στην αγκαλιά του.
― Δεν περίμενα ποτέ να ξαναδώ εκείνο το μωράκι…
Τον κοίταζε χαμογελαστός από πάνω ως κάτω λες και καμάρωνε δικό του παιδί.
― Ένας όμορφος, γενναίος νέος με μεγάλη ψυχή. Ίδιος ο πατέρας! Γι αυτό νόμισα πως σας είχα ξαναδεί. Του μοιάζετε. Τι άντρας κι εκείνος! Δεν θα τον ξεχάσω όσο ζω.
Τον ξανάκλεισε στην αγκαλιά του συγκινημένος. Έπειτα συνέχισε το μονόλογο της νοσταλγίας.
― Τη φρόντιζε άγρυπνος, χωρίς να κλείσει μάτι, μέρα-νύχτα για δυο ολόκληρους μήνες μέχρι να μεγαλώσει το έμβρυο ώστε να έχει πιθανότητες επιβίωσης. «Πάσχεις από χρόνια ανικανότητα ύπνου λόγω μετα-τραυματικού στρες» του έλεγα και προσπαθούσα να τον πείσω να πάρει τα Ζόλοφτ που του είχα προμηθεύσει. «Όταν γεννηθεί ο γιος μου, τότε μόνο θα ξανακοιμηθώ», απαντούσε. Μόνο εκείνο το μωρό, δηλαδή εσύ, θα μπορούσες να τον κρατήσεις στη ζωή. Πώς είναι, πέστε μου πώς είναι!
Ο Αλέξης άλλαζε χρώματα. Είχε έντονη επιθυμία να το βάλει στα πόδια. Εκείνα που άκουγε τορπίλιζαν ότι ήξερε, ότι πίστευε για τη ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έδωσε βιαστικά το χέρι στο γιατρό και μουρμούρισε ένα άψυχο «πρέπει να φύγω». Εκείνος τον κοίταζε σαστισμένος. Μα δεν πρόλαβε να τον σταματήσει. Τον καλούσαν επιτακτικά στο χειρουργείο. Ο Αλέξης δεν περίμενε τον ανελκυστήρα. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες από τον τέταρτο όροφο σαν κατατρεγμένος. Η Κατερίνα τον ακολουθούσε τρέχοντας κι εκείνη κοντά δυο ορόφους πιο πίσω.
― Δεν έχεις στο Θεό σου, του φώναξε λαχανιασμένη καθώς τον πρόφτασε στην ανοιχτή πόρτα του ταξί.
― Αεροδρόμιο, είπε εκείνος στον ταξιτζή. Έπειτα γύρισε προς την Κατερίνα: Θα τηλεφωνήσω για να διευθετήσουν το νοικιασμένο αμάξι και τις αποσκευές μου. Θέλεις να φέρουν και τις δικές σου;
― Ευχαριστώ.
Η Κατερίνα καταλάβαινε πως ολάκερος ο κόσμος του Αλέξη, ότι πίστευε σ’ όλη του τη ζωή, είχε ανατραπεί. Ένιωσε την αγωνία του. Συνειδητοποίησε πόσο πόνο του προκάλεσε η επίσκεψη στο νοσοκομείο όπου είχε αφήσει η μητέρα του την τελευταία της πνοή. Όσο δε για τον πατέρα του… Η Κατερίνα ήξερε πολύ καλά τι πίστευε και τι ένιωθε ο Αλέξης για τον Τζο. Αντιλαμβανόταν πόσο τραυματική ήταν η αμφισβήτηση που βίωνε εκείνη τη στιγμή. Παρατηρούσε τα κατακόκκινα μάτια του, το στήθος που ανεβοκατέβαινε. Ο πόνος του την άγγιξε βαθιά, όμως απέφυγε να του μιλήσει. Σεβάστηκε την ανάγκη του να κλειστεί στον εαυτό του.
Τα λόγια του γιατρού επαναλαμβάνονταν αμέτρητες φορές στο μυαλό του Αλέξη. Είχαν ενωθεί με τις εναγώνιες κραυγές της ψυχής του, τις κραυγές της απόλυτης μοναξιάς της ορφάνιας που έζησε από μικρός. Η μικρή ελπίδα που γεννήθηκε από μόνη της στα μύχια της ψυχής του, η ελπίδα πως οι γονείς του δεν ήταν όπως πίστευε, τον πονούσε αντί να τον ανακουφίζει. Ήταν λες και μια μοναδική, διαπεραστικά φωτεινή ηλιαχτίδα πέρασε στο κατάμαυρο περιβάλλον του και καρφώθηκε ίσια στα μάτια του. Το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του και η πίεση λιάνιζε το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, τα βλέφαρα φουσκωμένα, το πρόσωπο ξαναμμένο, το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβαινε, μα εκείνος έσφιξε τις γροθιές, έτριξε τα δόντια, δεν άφησε ούτε ένα δάκρυ να τρέξει, να απαλύνει τον πόνο του.
Το κόστος της ζωής, μυθιστόρημα, 428 σελ., Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010
Απόσπασμα 1
- Το τίμημα… ποιος ξέρει επακριβώς να το μετρήσει; Θαρρώ πως επιβάλλεται να προσμετρά κανείς και τις επιπτώσεις σε όλους τους άλλους που επηρεάζονται από τις αποφάσεις του… να μην αγνοεί τον πόνο που θα υποστεί ο καθένας. Τότε, ίσως το τίμημα να είναι τόσο μεγάλο, που πραγματικά να μην πρέπει, να μην μας επιτρέπεται, να το αψηφήσουμε, πετώντας ασυλλόγιστα το σταυρό από τους ώμους μας.
- Μιλάς για το τίμημα λες και είναι κάτι σταθερό, απόλυτο, μετρήσιμο. Υπάρχει όμως μια διάσταση που αγνοείς, εκείνη του χρόνου. Δεν μπορείς να μετράς τη ζωή και τις αποφάσεις σε κάθε σταυροδρόμι της με κριτήρια στατικά. Κάθε απόφαση είναι μια κινητήρια δύναμη που γεννά αλυσιδωτές αντιδράσεις. Και όλοι όσοι επηρεάζονται απ’ αυτή ξαφνικά βρίσκονται σε μια νέα θέση δράσης και αντίδρασης, έχουν μια νέα προοπτική, νέα κριτήρια. Και, φυσικά, τότε έχουμε νέα αποτελέσματα, νέες μετρήσεις. Θα εκπλαγείς βλέποντας πόσο πολύ αναδιαμορφώνεται η εικόνα, πόσο αλλάζει το κέντρο βάρους, πόσο διαφοροποιείται το αποτέλεσμα ύστερα από κάθε μας απόφαση.
- Έτσι όπως το περιγράφετε, το μόνο τίμημα για το οποίο μπορεί κανείς να μιλήσει με σιγουριά είναι αυτό που αφορά σε αποφάσεις και γεγονότα του παρελθόντος. Μα είναι πια τόσο αργά!
- Ακριβώς! Γι αυτό φρόντισε να μην κλαις κι εσύ για μια απόφαση που πήρες χωρίς την αληθινή, την ελεύθερη βούλησή σου.
Τελειώνοντας την ιστορία της, η Μαρία άπλωσε τα χέρια στη νεαρή της φίλη, μα όχι για να της προσφέρει μια αγκαλιά παρηγοριάς. Της έσφιξε τα δυο μπράτσα λες και ήθελε να στηρίξει, να τη βοηθήσει να σταθεί στο ανάστημά της, να ορθώσει το κορμί και την ψυχή της.
- Βλέπεις, συνέχισε η Μαρία, που είναι το κρίμα; Στη δική μου περίπτωση ο θάνατος ήταν που έσπασε τα δεσμά της καρδιάς. Τι ειρωνεία! Το απόλυτο τέλος σήμανε την αρχή για μένα! Γιατί έπρεπε να φτάσω μέχρι εκεί, για να λευτερωθώ από την αγωνία για τα λόγια του κόσμου; Αυτό το βασανιστικό «γιατί» θα με ακολουθεί μέχρι τον τάφο…
- Δυστυχώς παίρνουμε τέτοιες δραστικές αποφάσεις… αναθεωρούμε την ύπαρξή μας μόνο όταν μας εξωθούν σε αυτό ακραία γεγονότα. Η καθημερινή πραγματικότητα είναι αλλιώς…
- Πραγματικότητα; Μα επιτέλους, τι είναι πραγματικό, ποιος μπορεί να πει; Χάσαμε την επαφή με την ψυχή μας, χάσαμε την επαφή και με την πραγματικότητα. Σ’ αυτό τον απατηλό κόσμο δεν υπάρχει τίποτε αληθινό. Και αυτό ακριβώς προσπαθώ να σου αποδείξω με τη δική μου ιστορία. Θέλω να σε κάνω να νιώσεις τι σημαίνει να ελευθερωθείς, να αποκτήσεις επαφή με τα πραγματικά σου αισθήματα, να γρικήσεις το κελάηδημα της ψυχής της δικής σου αλλά και να αφουγκραστείς τη μουσική που εκπέμπουν εκείνες οι ψυχές που αληθινά ξεχειλίζουν από αγάπη για σένα. Και… αν μου επιτρέπεις, να μπορέσεις να ακούσεις και τους φάλτσους, άγριους ήχους με τους οποίους ρυπαίνουν το περιβάλλον σου οι μαύρες ψυχές. Να συνειδητοποιήσεις πόσο σκλαβώνεσαι από το πρέπον και ποιο είναι το τίμημα που εσύ καλείσαι να πληρώσεις· εσύ και οι άνθρωποι που σ’ αγαπούν. Είναι τόσο σκληρό στη δύση της ζωής σου να συνειδητοποιείς πόσο κάποιες, ελάχιστες αποφάσεις σου, μετρημένες ίσως στα δάχτυλα του ενός χεριού, καθόρισαν αμετάκλητα την ποιότητα της μιας και μοναδικής ζωής που σου δόθηκε. Εγώ δεν αποτίναξα το ζυγό του βασανιστικού «πρέπει». Και το πληρώνω. Κοίταξε εσύ να πάρεις τη σωστή απόφαση: Εκείνη που δε θα σου στοιχίσει χιλιάδες στιγμές που θα κλαις για τη ζωή που δεν έζησες και δε θα ζήσεις ποτέ.
Απόσπασμα 2
- Ήμουν τυχερός μες στην ατυχία μου! Άρχισε εκείνος με πικρό χαμόγελο. Κατατρεγμένος κατέφυγα στη Νότιο Αφρική. Μπήκα στη δούλεψη ενός συγχωριανού μου, μετανάστη από χρόνια, που είχε ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Τεράστιο μαγαζί. Να μπαίνεις μέσα και να χάνεσαι. Πράγμα πρωτόγνωρο για μένα, χαώδες! Πού να δούμε κάτι τέτοιο στα μέρη μας εκείνη την εποχή! Το εμπορικό του κυρ Χαράλαμπου, τρία επί τρία όλο κι όλο, χώραγε όσα χρειάζονταν οι γυναίκες για τη λάτρα και το καθημερινό φαγητό.
- Προσπαθώ να βάλω με το μυαλό πώς νιώσατε την πρώτη μέρα στη δουλειά!
Οι θύμησες έφεραν ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα στο πρόσωπό του.
- Ναι, ήμουν σε μια άθλια κατάσταση! Λες και είχα καρφωθεί σ’ ένα τρισδιάστατο σουρεαλιστικό πίνακα! Με περιέβαλλαν εικόνες εντελώς ακατανόητες. Άνθρωποι, συνήθειες, χρώματα, ήχοι, μιας ηπείρου εντελώς διαφορετικής από τη δική μου γη. Και εγώ, ακούσιος μετανάστης σ’ εκείνο τον τόπο, κοίταζα γύρω σαν χαμένος χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από τα τραγικά γεγονότα που προηγήθηκαν, από τους δικούς μου ανθρώπους, από τον κόσμο μου που εξαφανίστηκε σ’ ένα λεπτό, από κείνη.
Έκανε μια κίνηση δυσφορίας.
- Τέλος πάντων, ο χρόνος είχε σταματήσει για μένα σ’ εκείνη τη μέρα που άφησα πίσω μου την Κύπρο. Εκτελούσα τα καθήκοντά μου χωρίς ψυχή, σαν μια μαριονέτα ή, καλύτερα, σαν μηχανή, γιατί έτρεχα συνεχώς για να προλάβω όσα αναμένονταν από μένα. Και τα βράδια… Τα βράδια χτυπούσα σαν τρελός, παθιασμένα, με μίσος, ένα σάκο του μποξ που είχαν κρεμάσει οι άντρες για να γυμνάζονται στην αυλή του φτηνού μοτέλ που κατέλυα. Μου φόρτωσαν ένα παρατσούκλι τότε: «ο αμίλητος μανιακός Έλληνας».
- Μείνατε εκεί καιρό;
- Ευτυχώς όχι, λίγες εβδομάδες μονάχα. Ένας Έλληνας αξιωματικός με φλογερά μάτια με συνεπήρε με τον πύρινο λόγο του. Τον άκουσα στην εκκλησιά όπου συναντιόταν όλη η παροικία την Κυριακή το πρωί. Τον ακολούθησα αμέσως.
Σταμάτησε. Απ’ τα μάτια του περνούσαν λάμψεις ενθουσιασμού και σύννεφα συγκίνησης. Ήταν χαμένος στο δικό του κόσμο. Η Αγνή δε διέκοψε το ταξίδι του. Κάποτε θυμήθηκε την παρουσία της.
- Ακόμα εδώ είσαι; Έχεις πολύ υπομονή με ένα γέρο ξεκούτη!
- Εγώ βλέπω μονάχα έναν άνθρωπο φορτωμένο με εμπειρίες και σοφία. Έχετε ζήσει όσα εμείς οι νεότεροι μπορούμε μονάχα να διαβάζουμε στα βιβλία της ιστορίας. Αλήθεια, πώς βρεθήκατε στον πόλεμο;
Κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω σκεφτικός.
- Πώς μπορώ να σου περιγράψω εκείνη τη μέρα; Με τι λέξεις να ξαναζωντανέψω το πάθος, τον ενθουσιασμό, το καρδιοχτύπι; Ήταν 10 του Οκτώβρη του 1941. Στο Ακίρ της Παλαιστίνης. Έλληνες αεροπόροι από τα διάφορα βρετανικά εκπαιδευτικά κέντρα μαζευτήκαμε γύρω από τον πυρήνα των γενναίων που είχαν έρθει από τη μητέρα πατρίδα. Και το αποτέλεσμα; Η πρώτη ελληνική πολεμική μοίρα, η 335· η Τίγρης. Και το έμβλημά μας; «Αιέν Υψιπετείν και Υψικρατείν!» Πετούσαμε, πολεμούσαμε, για να πάρουμε εκδίκηση για όλα τα βάσανα που περνούσε η πατρίδα, για όλους τους γενναίους που χάθηκαν στην Αλβανία. Γέμιζε η ψυχή μας Ελλάδα καθώς οργώναμε τους αιθέρες με τα γαλανόλευκα διακριτικά στις ατράκτους μας. Ελάχιστοι από τους συμμάχους τιμήθηκαν με το προνόμιο να έχουν τα εθνικά τους διακριτικά στην άτρακτό τους. Το γνώριζες αυτό; Εμείς όμως… εμείς το κερδίσαμε! Ήμασταν κάτι παραπάνω από περήφανοι!
- Μέρες ηρωισμού και αυταπάρνησης.
- Ναι. Τον εαυτό μας τον απαρνιόμαστε. Όχι όμως και τους δικούς μας ανθρώπους. Και εγώ ξεχείλιζα από πόνο. Μονάχα ο βρυχηθμός του αεροπλάνου επισκίαζε τις κραυγές στο μυαλό μου…
Το στήθος του ανεβοκατέβαινε άτακτα.
- Μην αναστατώνεστε! Σας παρακαλώ! Ήταν λάθος μου να σας ρωτήσω, να σας θυμίσω…
Την κοίταξε με άδεια ματιά.
- Μη λυπάσαι παιδί μου για κείνους που νιώθουν. Εκείνους που δεν νιώθουν. Αυτούς να οικτίρεις.
- Ξεκουραστείτε. Σας παρακαλώ! Έχουμε καιρό να ξαναμιλήσουμε γι αυτά.
Η Αγνή κοίταξε έντρομη το κατάχλομο, κουρασμένο του πρόσωπο και το πλατύ στήθος που φούσκωνε και ξεφούσκωνε από τα κύματα του πόνου.
- Έχουμε αλήθεια;
Δεν είχε αγωνία η διαπεραστική ματιά του. Ήταν έτοιμος.
Θέλω να ζήσω μαζί σου, μυθιστόρημα, 250 σελ., Εκδόσεις Διηνεκές, Αθήνα 2005
Απόσπασμα 1
Το νεανικό της μυαλουδάκι, το λίγο ονειροπαρμένο λόγω ηλικίας αλλά και το παραμυθιασμένο από χιλιάδες εικόνες και λέξεις, προσπάθειες εκείνων που εκμεταλλεύονται την ομορφιά του έρωτα για να πλασάρουν την όποια τους μετριότητα, ήταν γεμάτο παραστάσεις καλουπιασμένες, καταδικασμένες να παραμείνουν αιώνια φυλακισμένες σε δυο διαστάσεις και δυο αισθήσεις. Είχε δημιουργήσει για τον έρωτα μιαν εντύπωση ονειρική, άυλη, εντελώς πνευματική. Τίποτα και κανένας δε την είχε προετοιμάσει για την πραγματικότητα. Κι όταν ακόμα στις φιλοσοφικές συζητήσεις, που τόσο απολάμβανε, έλεγε πως ο άνθρωπος είναι ον ψυχοσωματικό, ποτέ δε συνειδητοποιούσε την πλήρη έκταση της δήλωσης. Μέχρι εκείνη τη μοναδική, την αξέχαστη βραδιά. Ίσως εκείνη τη βραδιά για πρώτη φορά στη ζωή της είχε βρει την αλήθεια. Ίσως πάλι κι όχι.
Η ανατολή την βρήκε να κάθεται στο πλατύ πεζούλι του παραθύρου και ν’ αγναντεύει την απεραντοσύνη του ουρανού. Ήταν το μόνο που μπορούσε να προσομοιάσει με την απεραντοσύνη του μυστηρίου της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένιωθε εντελώς χαμένη. Θυμόταν τις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαν με τα παιδιά στο πανεπιστήμιο. Τότε, που ο περιορισμένος φόρτος εργασίας του πρώτου πτυχίου της φυσικής επέτρεπε πολυτέλειες όπως ατέλειωτες ώρες διαλογικών συζητήσεων για τη θεωρία της γενικής σχετικότητας, τον Αϊνστάιν, τον Ντιράκ, τον Χόουκινγκς κλπ κλπ κλπ. Όλα εκείνα τα θεωρητικά, για την κίνηση και το χρόνο σε σχέση με τη μάζα, για τις μαύρες τρύπες και τις εκδοχές για τη δημιουργία του σύμπαντος, έπαιρναν τώρα μιαν άλλη δυναμική. Ένα ατέλειωτο σύμπαν που μπορεί να επεκτείνεται και να συρρικνώνεται σε μια αέναη επαναληπτική δράση, όπου η μάζα και η κίνηση των σωμάτων είναι απόλυτα συνδεδεμένα με το χρόνο, αποκτούσαν τώρα για αυτήν μια νέα διάσταση: Την απεραντοσύνη των αισθημάτων. Το ατέλειωτο της δύναμης του είναι. Το να νιώθει κανείς πέρα από το τι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Την ικανότητα του ανθρώπου να υπάρχει τόσο πολύ δυνατά, έντονα, ζωηρά, ταυτόχρονα στο σώμα αλλά και κάπου αλλού... Κάτι που μέχρι τώρα υπήρχε μέσα της χωρίς να έχει τόσο συνειδητή εντύπωση της επίδρασής του στο σώμα της. Εκείνο που θεωρούσε μονάχα ικανό να σκέφτεται, τώρα είχε πάρει τον έλεγχο και κατάφερε να ελέγχει πολύ πέρα από κάθε της σωματική λειτουργία. Τα δικά του σήματα μεταφράζονταν με τον πιο μυστηριώδη τρόπο σε αισθήσεις κι αισθήματα. Αυτή η διαπίστωση τώρα πού κολλούσε; Κανείς από τους φυσικούς που τόσο θαύμαζε δεν είχε αναλύσει αυτή τη διάσταση. Την άφηναν στα σκοτεινά ν’ αποφασίσει για τον εαυτό της τι ρόλο έχει η ψυχή μέσα στο αέναο παιχνίδι ύλης και χρόνου. Κοιτούσε τον ουρανό και σκεφτόταν πόσο αυτή η εντύπωση της απόλυτης ηρεμίας που εξέπεμπε ήταν εσφαλμένη. Ενώ το σύμπαν βρισκόταν σε συνεχή κίνηση και δυναμική, αυτή, με τις πεπερασμένες αισθήσεις της, δεν μπορούσε να το αντιληφθεί. Κάπως έτσι άρχισε να νιώθει τώρα και για το θαύμα που λέγεται άνθρωπος. Καθόταν σε φαινομενικά απόλυτη ηρεμία στο πεζούλι του παραθύρου, όπως απόλυτα ήρεμο έβλεπε το στερέωμα. Κι όμως. Εκείνη τη στιγμή ολόκληρο το είναι της, σώμα και ψυχή ήταν αναστατωμένα, φλέγονταν, βρίσκονταν σε μια δύνη ψυχικής και σωματικής έντασης, ενώ φαίνονταν τόσο ήρεμα και γαληνεμένα συνάμα. Μόνο ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα όπως ο άνθρωπος θα μπορούσε να φιλοξενήσει τόσο αντιφατικά αισθήματα και σκέψεις, τόση κίνηση κι ακινησία, μέσα στην ίδια χρονική στιγμή.
Απόσπασμα 2
Τα δείπνα στην Οξφόρδη ήταν τελετουργικά σε βαθμό που πραγματικά η Λητώ κόμπλαρε. Καμιά δεκαριά καθηγητές, σεβάσμιοι οι πιο πολλοί, μαζεύονταν σε μια μεγάλη αίθουσα όπου οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με βαρύ σκούρο ξύλο, το ίδιο μ’ εκείνο της τραπεζαρίας και των ασήκωτων θρόνων που την περιστοίχιζαν. Ένιωθε έντονα πως οι διανοούμενοι αυτοί μόλις που την ανέχονταν στην ομήγυρη, κι αυτό για χάρη του Μάρκου. Ας ήταν. Η θέρμη στις κλεφτές ματιές που της ’ριχνε εκείνος ήταν αρκετή για να επιβιώνει. Ένιωθε σαν μια παρείσακτη, ξένη, μια αμύητη, που βρέθηκε ξαφνικά σε αρχαία ιερή μυσταγωγία. Πάντως, πολλές ήταν οι φορές που είχε μεγάλη επιθυμία να κάνει κάτι φοβερά αδιανόητο σ’ αυτό το χώρο. Ας πούμε ν’ αφήσει το πιρούνι της να πέσει με κρότο, αντηχώντας στην άδεια σχεδόν αίθουσα! Ή να δηλώσει πως το φαγητό ήταν τόσο άγευστο κι άνοστο που δε θα το ’τρωγε ούτε ο σκύλος της! Παρεμπιπτόντως, σκύλο δεν είχε, αλλά όντως κανείς σκύλος δε θα το ’τρωγε γιατί ήταν πραγματικά αηδία. Ήταν απόλυτα σίγουρη πως θα την κοίταζαν μ’ αποδοκιμασία και θα ξαναγυρνούσαν στη δική τους συζήτηση λες και τους είχε διακόψει ένα ενοχλητικό ζουζούνι. Ήθελε τόσο έντονα να σπάσει εκείνο τον κλειστό κύκλο που δημιουργούσαν χωρίς καν να το συνειδητοποιούν ή να νοιάζονται! Παρ’ όλα αυτά, πραγματικά απολάμβανε να βρίσκεται ανάμεσά τους, να τους παρακολουθεί. Μελετούσε τη διαφορετικότητά τους. Την συνέπαιρνε η άνεση με την οποία συζητούσαν τα πιο δύσκολα επιστημονικά θέματα, την ενθουσίαζε το επίπεδο των γνώσεων -ήταν όλοι τους πραγματικά τέρατα -γνώσεων και όχι μόνο, έλεγε στην Άγκνες γελώντας- την φόρτιζαν οι διαλογικές διελκυστίνδες.
Εκείνος που πάντοτε ξεχώριζε στην ομήγυρη ήταν ο ψιλόλιγνος Σκοτσέζος καθηγητής Τζόναθαν Μακκάλοκ. Ήταν ο άνθρωπος που ενέπνεε σεβασμό ακόμα και μεταξύ των διανοούμενων που τον περιτριγύριζαν. Αν κανείς τη ρωτούσε μετά την πρώτη συνάντηση μαζί του, μάλλον θα χρησιμοποιούσε τη λέξη ‘δέος’ με πλήρη επίγνωση του πόσο μικρή του έπεφτε. Είχε αφυπηρετήσει από τη θέση του πρύτανη, σίγουρα προς μεγάλη ανακούφιση των φοιτητών. Ήταν ο μόνος για τον οποίο αρκετές βδομάδες μετά δεν κατάφερε να μάθει και πολλά πράγματα, ιδίως όσον αφορούσε τις πρόσφατές του ασχολίες. Το μόνο που της είπε ο Μάρκος ήταν πως παρέμενε επίτιμος διδάκτορας σ’ ένα σωρό φημισμένα πανεπιστήμια σ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Με τον καιρό ο Μακκάλοκ κέρδισε, με τη σωφροσύνη και την απόλυτή του σταθερότητα, την εκτίμηση, ίσως και τη συμπάθειά της, παρ’ όλο που το μυστήριο που έκρυβε το ύφος και η συμπεριφορά του, τον κρατούσαν πάντοτε σε μια απόσταση.
Σε μια απ’ αυτές τις επισκέψεις τους στην Οξφόρδη η Λητώ γνώρισε και τον εξηνταπεντάρη Ουκρανό καθηγητή Νικολάι Πέτροβιτς. Ο Νικολάι λες και είχε φτιαχτεί για να είναι τ’ ακριβώς αντίθετο από τον φλεγματικό Μακκάλοκ και για να σπάζει τον πάγο των εγγλέζικων δείπνων. Ήταν μια αστείρευτη πηγή κοινωνικών γνώσεων που συνδύαζε με σκαμπρόζικο χιούμορ και καλή καρδιά σ’ ένα ακαταμάχητο στυλ! Κοντός, στρογγυλοπρόσωπος με μικρά αεικίνητα, λαμπερά ματάκια, ο Νικολάι ήταν γλυκύτατος. Από την καλοθρεμμένη του κοιλίτσα και την κόκκινη μύτη του, ήταν φανερό πως ο καθηγητής είχε ιδιαίτερη αγάπη στο καλό φαγητό και το ποτό. Όπως απαιτεί η παράδοση της χώρας του, άρχιζε το δείπνο με προπόσεις, συνέχιζε με προπόσεις και τελείωνε με ακόμα πιο πολλές προπόσεις. Στ’ ανάμεσο, διηγιόταν τις ιστορίες του με βροντερή φωνή - ήταν αξιοπερίεργο πώς έβγαινε όλη εκείνη η φωνή μέσα από το διπίθαμο ανθρωπάκι - πλαισιώνοντάς τις με τους ανάλογους θεατρινισμούς, όλες απίθανες, αστείες, ζωντανές. Κι αυτός, ενθουσιαζόταν με τις ίδιές του τις ιστορίες και γελούσε πρώτος και καλύτερος, τρανταχτά, καλόκαρδα, αφήνοντας την ολοστρόγγυλη κοιλίτσα του ν’ ανεβοκατεβαίνει κωμικά. Τον άνθρωπο αυτό η Λητώ τον συμπάθησε με το πρώτο. Κατ’ αρχήν γιατί κατάφερνε όποτε ερχόταν να κάνει αγνώριστο το κλίμα στα τελετουργικά δείπνα των εγγλέζων. Αλλά δεν ήταν απλή συμπάθεια που την τραβούσε κοντά του και την έκανε ν’ αδημονεί για την επόμενή του επίσκεψη στη χώρα. Σιγά-σιγά κέρδισε την απέραντη εκτίμηση και το σεβασμό της γιατί, πέρα από ένας εξαιρετικός επιστήμονας, ήταν πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Είχε σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη, βαθιά πίστη στο Θεό, αρχές στεριωμένες σε ένα γερό ηθικό υπόβαθρο.
Ο Νικολάι, ήταν ο πρώτος που την παρότρυνε να λάβει μέρος στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό των Ινστιτούτων Έρευνας για τους φοιτητές των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
― Μα δεν γνώριζα πως υπήρχε κάτι τέτοιο, του είπε και τα μάτια της έλαμψαν μ’ ενθουσιασμό.
― Ο γαμπρός μου, της κόρης μου ο αρραβωνιαστικός, είναι ο φετινός νικητής, είπε φουσκώνοντας σαν παγώνι. Και σκύβοντας πονηρούτσικα στ’ αυτί της, συνέχισε: Δε φαντάστηκες πως θα ’δινα την πριγκίπισσά μου χωρίς να περάσω τον επίδοξο γαμπρό από την ανάλογη δοκιμασία!
Ζήτημα ζωής και θανάτου, μυθιστόρημα, 200 σελ., Εκδόσεις Χρ Ανδρέου, Λευκωσία, 1999
Απόσπασμα
Την είσοδο του Νικόλα στην κατάμεστη αίθουσα του δικαστηρίου συνόδευσε μια θύελλα από ψιθύρους και έντονη κινητοποίηση στη γωνιά των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η ματιά του Πέτρου καρφώθηκε στις χειροπέδες που ήταν περασμένες στα χέρια του ανθρώπου που ήταν κάποτε το ίνδαλμά του. Στ’ αυτιά του βούιζαν ξανά και ξανά τα λόγια του δικηγόρου Μενέλαου Παυλόπουλου: «Εσείς ίσως είστε ο μόνος που μπορεί πραγματικά να εκτιμήσει τη σημασία που έχει η προσωπική άποψη, για την ενοχή ή όχι ενός ανθρώπου». Ύστερα κοίταξε την αδελφή του, σκυφτή στο αναπηρικό καροτσάκι της, μπροστά-μπροστά στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου. Θα ’πρεπε να τον μισεί θανάσιμα αυτόν τον άνθρωπο. Θα ’πρεπε να θέλει να τον κλείσει στη φυλακή για όλη του τη ζωή. Στην αρχή τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Τώρα όμως; Δεν ήθελε να προδώσει κανένα αγαπημένο του πρόσωπο. Κι είναι το μίσος και η αγάπη τόσο πολύ κοντά, στ’ αλήθεια. Δεν ήξερε αν μισούσε πολύ ή αν αγαπούσε πολύ αυτόν τον άντρα, που μπήκε αλυσοδεμένος στην αίθουσα. Οι αμφιβολίες του πλήθαιναν μέρα με τη μέρα.
Η ματιά του καρφώθηκε στη δεύτερη τραγική μορφή αυτής της δίκης. Στη Θέκλα Παπαντωνίου. Κάτωχρη και μαρμαρωμένη σαν κούκλα από πορσελάνη, είχε τη γυάλινη ματιά της καρφωμένη ίσια μπροστά, στο κενό. Οι ματιές όλων των περίεργων, που ξέντυναν την ψυχή της με τα μάτια, δεν της αφαιρούσαν τίποτε από την αξιοπρέπειά της. Αντίθετα, φαινόταν ακόμα πιο αμόλευτη, ακόμα πιο ψηλά, έτσι όπως όρθωσε την πλάτη και με στεγνά μάτια κρατούσε τον πόνο μονάχα δικό της. Ο Πέτρος με πικρία σκεφτόταν πόσο άδικο θα ήταν ο ωραίος αυτός άνθρωπος να τσακιζόταν σε μυριάδες κομματάκια αν...
Ξαναγύρισε τη ματιά του στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Το πρόσωπο του Νικόλα έμενε παγερό και ανέκφραστο, λες κι ήταν λαξευμένο σε πέτρα. Είχε στα σίγουρα χάσει αρκετά κιλά και τα ζυγωματικά του φαίνονταν τώρα πιο έντονα στο κάτωχρο πρόσωπό του. Τα μάτια του, αρκετά βαθουλωμένα, περιτριγυρίζονταν από βαθιούς μαύρους κύκλους, λες και δεν είχε κλείσει μάτι για μέρες, βδομάδες ίσως. Ο άνθρωπος που μπήκε σκυφτός και νικημένος στην αίθουσα δεν ήταν ούτε η σκιά του γεροδεμένου και ατρόμητου Νίκου. Ο Πέτρος μπορούσε να φανταστεί την εικόνα που θα ζωγράφιζαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τον άνθρωπο με το παγερό, σκληρό, θα ’λεγε κανείς, πρόσωπο και τη σβησμένη ματιά. Την εικόνα “του ανθρώπου χωρίς ψυχή, του στυγερού δολοφόνου”. Βαθιά μέσα του επαναστατούσε και μόνο με την ιδέα πως θα διάβαζε αύριο τούτα τα λόγια για το Νικόλα. Του άξιζαν καλύτερα στη ζωή. «Μα τον μισώ, ανάθεμά τον. Τον μισώ γιατί με ξεγέλασε τόσο πολύ, γιατί μπόρεσε να μου κλέψει την καρδιά, να μου κλέψει την αδελφή, να μου στερήσει ό,τι πιο ιερό έχω στη ζωή,» στριφογύριζε το μυαλό του στον ίδιο λαβύρινθο και πάλι.